- μπαγιατίλα
- η1. η ιδιότητα τού μπαγιάτικου2. η οσμή ή η γεύση τού μπαγιάτικου («το φαγητό μύριζε μπαγιατίλα»)3. (κατ' επέκτ.) κάθε πράγμα μπαγιάτικο («αυτές τις μπαγιατίλες θέλεις να μού φορτώσεις;»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξιν-ίλα)].
Dictionary of Greek. 2013.