μπαγιατίλα

μπαγιατίλα
η
1. η ιδιότητα τού μπαγιάτικου
2. η οσμή ή η γεύση τού μπαγιάτικου («το φαγητό μύριζε μπαγιατίλα»)
3. (κατ' επέκτ.) κάθε πράγμα μπαγιάτικο («αυτές τις μπαγιατίλες θέλεις να μού φορτώσεις;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξιν-ίλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”